μπεκτζής

μπεκτζής
και μπεκτσής και μπιχτσής (Μ μπεκτζής)
φύλακας, νυκτοφύλακας μιας ή και περισσότερων οδών σε πόλη
νεοελλ.
(ιδιωμ.) αγροφύλακας και δασοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bekci].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”